περιμύιο

περιμύιο
το, Ν
χαλαρός συνδετικός ιστός που περιβάλλει εξωτερικά τους μυς και από τον οποίο εκφύονται προς το εσωτερικό τους διαφράγματα που τούς διαιρούν σε δέσμες ινών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. perimysium (< περι-* + μυς, μυός + επίθημα -ιον). Η λ., στον λόγιο τ. περιμύϊον, μαρτυρείται από το 1887 στον Λουκ. Παπαϊωάννου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”